ἰαμεναί

ἰαμεναί
ἰᾰμεναί, late form of εἰαμεναί, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιαμεναί — ἰαμεναί, αἱ (Α) ειαμεναί*. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές τού ειαμενή, αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ίαμνοι — ἴαμνοι και ἰαμνοί, οἱ (Α) ειαμεναί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιαμεναί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”